- συμφορᾶς
- συμφοράbringing togetherfem gen sg (attic doric aeolic)συμφορᾶ̱ς , συμφοράζωbewailfut ind act 2nd sg (doric)συμφορεύςaide-de-campmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφοράς — συμφορά̱ς , συμφορά bringing together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορᾶς — συμφορᾶς , συμφορά bringing together fem gen sg (attic doric aeolic) συμφορᾶς , συμφορεύς aide de camp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίμοι — (ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι) (επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής… … Dictionary of Greek
The Miserable Mill — … Wikipedia
напасть — НАПАСТ|Ь (391), И с. 1. Беда, несчастье; напасть: Мѹжь ѹнъ въздрастъмь ѹпивъсѧ ѹтоми тѣло. въ воиньскыихъ чинѣхъ лѣпѹ˫а. напасть отъ того приѥмлѧ въ себѣ. не могыи ѹправитисѧ. ни своима ногама могыи походити. Изб 1076, 267; вы въ напастьхъ ѹтѣха … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
напастьныи — (13) пр. Бедственный, связанный с несчастьем: аще ни ѥдино˫а нѹжда тѧжьша˫а имать или вещь напастьна (δυσχερές) КЕ XII, 64а; аще схранить тѣрпѣниѥ въ скорби напастьнѣи. (ἐν ϑλίψει τοῦ πειρασμοῦ!) ПНЧ 1296, 140 об.; ѥдинъ ѡбразъ напастьныи си˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SYRACUSAE — I. SYRACUSAE locus in edito singularis Augusti, quem Τεχνόφυον Graece vocare solitus est. Casaub. ad Capitolin. in Pertinace, c. 11. II. SYRACUSAE ques SYRACUSSAE Theocrito, prius Ortygia, urbs Siciliae amplissima, in ora ad ortum, inter Catinam… … Hofmann J. Lexicon universale
έρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά τον Ησίοδο, ήταν κόρη της Νύκτας και μητέρα του Πόνου, της Λήθης, του Λιμού, του Όρκου και γενικά κάθε κακού και συμφοράς. Κατά τον Όμηρο, ήταν αδελφή και συνοδός του Άρη. Όταν πατούσε στη Γη, είχε τη δύναμη vα αυξάνεται… … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek